Ονομάζομαι Καφετζή Γεωργία, είμαι 42 ετών, παντρεμένη, με δύο παιδιά. Η πρώτη φορά που άκουσα για τον Κύριο ήταν το 1993 όταν συνάντησα έναν παλιό μου φίλο. Από τις πρώτες κουβέντες που μου είπε ήταν ότι στην παρέα μπορεί να άκουγα ότι πήγαινε σε εκκλησία. «Αλλά μην φανταστείς σε κάποια αίρεση, σε εκκλησία του Χριστού. Τώρα όμως δεν πηγαίνω, ο αδελφός μου και η γυναίκα του συνεχίζουν να ακολουθούν τον Κύριο.»
Άκουσα αυτά τα λόγια με ένα αίσθημα απάθειας. Δεν με ενδιέφεραν αυτά που μου έλεγε, το ενδιαφέρον μου ήταν στα ξενύχτια, στα γλέντια, ποτά, τσιγάρο, άσωτη ζωή και σε όσες αμαρτίες υπάρχουν.
Κάθε φορά όμως που πηγαίναμε στο σπίτι του αδελφού του ένιωθα ηρεμία (ήμουν πολύ νευρική, πάντα έτοιμη για καυγά και με «πλούσιο λεξιλόγιο»). Όταν μου μιλούσαν για τον Κύριο, μου άρεσαν τα λόγια αυτά και δεν άκουγα με απάθεια αλλά ούτε και με ενδιαφέρον. Πήγαμε όλοι μαζί σε σπίτια κάποιων αδελφών και είπα (μόνο με το στόμα) : «Να πάμε κάποια μέρα σε μία εκκλησία» (Δεν πήγαμε ποτέ).
Ένα βράδυ καθώς κοιμόμουν αισθάνθηκα κάτι να με πιέζει και να με πνίγει. Τότε άνοιξε το παράθυρο του δωματίου μου και κάποιος ντυμένος ολόλευκα (χωρίς μορφή) με πλησίασε, με πήρε αγκαλιά και αμέσως ανέπνευσα ελεύθερα. Ταυτόχρονα κάτι γλοιώδες έφευγε έξω από την πόρτα. Ένοιωσα χαρά, ασφάλεια και παρόλο που δεν έβλεπα πρόσωπο κατάλαβα πως μου χαμογελούσε. Με ξάπλωσε πάλι και κοιτάζοντάς με με αγάπη, έφυγε όπως είχε έρθει.
Δεν είπα τίποτα σε κανέναν για αυτή τη νύχτα. Τα χρόνια περνούσαν και η ζωή μου κυλούσε ακόμη πιο αμαρτωλή. Κάποιες φορές σκεφτόμουν τον Κύριο, σκεφτόμουν αυτά που είχα ακούσει και σε συζητήσεις θρησκείας πάντα αναφερόμουν σε ότι ήξερα. Όλα όμως ήταν μέχρι την συζήτηση. Δεν μπορούσα να θυσιάσω την ζωή μου, τις εμπειρίες, τα μοντέρνα ρούχα, τους χορούς, είμαι πολύ νέα, σκεφτόμουν.
Ο Θεός όμως συχνά μου έκανε αισθητή την παρουσία του και με προστάτευε. Δεν έβλεπα, όμως, και δεν καταλάβαινα τίποτα. Το 1997 γνώριζα τον σύζυγό μου και λίγο αργότερα έμεινα έγκυος και παντρευτήκαμε. Το 1999 έφερα στον κόσμο την κόρη μου. Είχα χαρά αλλά τα νεύρα μου ήταν όλο και σε χειρότερη κατάσταση. Έγινα ανεξέλεγκτη όταν ήρθε στη ζωή και ο γιος μου, το 2000. Τσακωμοί, καυγάδες, βρισιές όχι μόνο μέσα στο σπίτι αλλά και στον δρόμο με οποιονδήποτε.
Τον Οκτώβριο του 2006 καθώς γύριζα με τα παιδιά στο σπίτι (κοντά υπάρχει ένα Γυμνάσιο) στη μέση του δρόμου στέκονταν κάποια κορίτσια και συζητούσαν. Είχα ανοιχτό το παράθυρο του αυτοκινήτου και τους είπα λίγο ειρωνικά: «Κοριτσάκια στην άκρη κάθονται για να μπορώ να περάσω». Η απάντηση που έλαβα δεν γράφεται. Σταματάω, τραβάω χειρόφρενο και εκτός εαυτού κατεβαίνω έτοιμη να δείρω αυτήν που μου μίλησε. Κάτι με σταμάτησε και αφού την έβρισα πήγαινα πάλι στο αυτοκίνητο. Κάποιοι νεαροί φίλοι τους καθώς έρχονταν και είχαν ακούσει τον καυγά άρχισαν να με στολίζουν με «κοσμητικά επίθετα». Τρελάθηκα εντελώς, μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα όπισθεν για να τα πατήσω όλα μαζί. Το αυτοκίνητο όμως πήγε μπροστά και αφού συνέχισα να βρίζω ξεκίνησα για το σπίτι. Λίγα μέτρα πριν φτάσω μια σκέψη ήρθε στο μυαλό μου. Ο Θεός. Μόνο Αυτός μπορεί να με βοηθήσει να ηρεμήσω. Την Κυριακή να πάω στην εκκλησία Του που την έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα καθώς περνούσα από την οδό Φιλολάου.
Πραγματικά πήγα. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτική, δύσπιστη, αλλά πήγαινα. Ο Κύριος μου μίλησε, αναγεννήθηκα αμέσως και μου έκοψε το τσιγάρο μέσα στον πρώτο μήνα. Βαπτίστηκα στο νερό σχεδόν μετά από ένα χρόνο, στις 16/9/2007 και μετά από έξι μήνες, στις 21/2/2008, ένα βράδυ που προσευχόμουν μαζί με τα παιδιά μου στο σπίτι, με βάπτισε και με Πνεύμα Άγιο. Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα, δεν βρίσκω λόγια να εκφραστώ για το πώς ένιωθα.
Τα παιδιά μου έρχονται μαζί μου στην εκκλησία, τους αρέσει πολύ και πριν από λίγο καιρό μου είπαν: « Μαμά, τώρα σ’ αγαπάμε, δεν σε φοβόμαστε». Νιώθω πιο ήρεμη, βλέπω τον κόσμο αλλιώς, πράγματα που πριν τα θεωρούσα ωραία και ευχάριστα, τώρα μου προκαλούν απέχθεια. Ο Κύριος είναι συνέχεια κοντά μου, παρόλο που δεν το αξίζω και μου δίνει δύναμη να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες.
Ο σύζυγός μου δεν ακολουθεί. Παρόλο που βλέπει την διαφορά, δεν μπορεί όμως να καταλάβει τον ζήλο της εκκλησίας και των αδελφών για τον Θεό. Προσεύχομαι στον Θεό να τον σώσει, να μου δίνει δύναμη να τον δοξάζω και να τον υμνώ, να κρατήσει τα παιδιά μου στον δρόμο Του, να σώσει όσο γίνεται περισσότερους, να είμαστε όλοι μέχρι το τέλος στην πίστη και να βρεθούμε κοντά Του. Αμήν.