Γεννήθηκα στα Χανιά της Κρήτης το 1953. Από το 1950 η μητέρα μου ήταν πιστή στον Κύριο Ιησού Χριστό και πήγαινε στην εκκλησία της Πεντηκοστής. Όταν της μίλησαν για την Καινή Διαθήκη ότι είναι ο Λόγος Του Θεού αμέσως τα λόγια αυτά γέμισαν την καρδιά της και με χαρά δέχθηκε την αλήθεια του Ευαγγελίου, αναγεννήθηκε αμέσως και πάντα ομολογούσε αυτό που γνώρισε.
Αμέσως και η μεγαλύτερη αδελφή μου δέχθηκε τον Χριστό και η γιαγιά και ο παππούς. Όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία καθώς και τα άλλα δύο μου αδέλφια.
Ο πατέρας μου έφερνε πάντα αντιρρήσεις και δυσκολίες στην μητέρα μου, αλλά εκείνη ποτέ δεν αρνήθηκε να ακολουθεί με ζήλο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Όταν γεννήθηκα καθώς ήμουν η μικρότερη στην οικογένεια, ήμουν πάντα κοντά στη μητέρα μου και ζούσα όλες αυτές τις ευλογημένες χαρές και εμπειρίες της εκκλησίας καθώς πάντοτε πηγαίναμε μαζί και έτσι μεγάλωσα στην εκκλησία της Πεντηκοστής των Χανίων.
Από μικρό παιδί είχα ξεχωρίσει ότι είμαι στην εκκλησία που ο Θεός θέλει για τους ανθρώπους, αυτό το ένιωθα προσωπικά από μικρή ηλικία γιατί ο Λόγος του Θεού που άκουγα με γέμιζε και με άγγιζε.
Καθώς μεγάλωνα ένιωθα το χέρι του Χριστού να με βοηθά και να με προστατεύει πάντα σε πολλές καταστάσεις. Ήξερα να ξεχωρίζω πολλά πράγματα και να μην θέλω κάτι που δεν ήταν καλό.
Σε ηλικία 24 ετών ήρθα στην Αθήνα στον αδελφό μου για λίγο καιρό και μετά θα πήγαινα στην αδελφή μου στην Κύπρο για να δω αυτήν και την οικογένεια της. Έμεινα στην οικογένεια του αδελφού μου για κάποιο διάστημα, βρήκα εργασία για λίγο και εκεί γνώρισα τον σύζυγό μου Νίκο.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και σε πολύ λίγο χρόνο. Με το Νίκο σε λίγους μήνες παντρευτήκαμε καθώς του είχα πει ότι γνωρίζω τον Χριστό και την εκκλησία της Πεντηκοστής και εκείνος το δέχθηκε χωρίς δυσκολία.
Η ζωή μου άλλαξε, δεν πηγαίναμε εκκλησία και έτσι σιγά-σιγά ξεχάστηκα, καθώς πηγαίναμε σε διάφορα θεάματα όπως σινεμά, θέατρο και διάφορες παραστάσεις. Εμένα μου άρεσαν αλλά μόνο σαν διασκέδαση. Στο βάθος πάντα μου άρεσε η αλήθεια και πάντα καταλάβαινα την προσποίηση που κρυβόταν σε όλα αυτά και ότι όλα ήταν τέχνασμα για να ακολουθείς κάτι που τελικά δεν σε συμφέρει στη ζωή. Πολλές φορές ο Θεός μου άνοιγε τα μάτια της ψυχής και έβλεπα το ψέμα και το χωρίς νόημα θέαμα δηλαδή τα γέλια χωρίς γέλια και τη χαρά χωρίς χαρά.
Σιγά – σιγά ο ενθουσιασμός πέρασε και ήθελα την αλήθεια. Πάντα όμως η ζωή έχει και δυσκολίες. Έτσι ήρθαν διάφορες δυσκολίες στη ζωή μας (ενώ με τον άντρα μου ήμασταν καλά και δεν υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις μας, μάλιστα όλοι μας καμάρωναν) ήρθαν προβλήματα στην εργασία του Νίκου και βρεθήκαμε σε διάφορες καταστάσεις και πολλές μέριμνες.
Εγώ πάντοτε προσευχόμουν στο Θεό και πάντα ζήταγα συγγνώμη γιατί τον είχα αφήσει και δεν πήγαινα εκκλησία, αλλά ποτέ δεν τον είχα ξεχάσει.
Σε κάποιο ταξίδι που έκανα μόνη το 1984 στα Χανιά, βρέθηκα στην εκκλησία με πιστούς και καθώς γονατίσαμε να προσευχηθούμε στον Κύριο, λύγισαν τα πόδια μου και αναρωτήθηκα « τι θα Του πω αφού εγώ Τον έχω αφήσει;» Γονάτισα και Του είπα «Θεέ μου θέλω να Σε νοιώσω, να καταλάβω τι είσαι και τότε θα Σε ακολουθήσω». Δεν πρόλαβα να το πω και ένιωσα μια καυτή δύναμη στο κεφάλι μου να με αγγίζει και να κατεβαίνει σε όλο μου το σώμα. Γέμισα δάκρυα και φώναξα «Θεέ μου Σε πιστεύω, Εσύ είσαι».
Γύρισα στο σπίτι μου στην Αθήνα και ένιωθα επισκίαση του Πνεύματος του Αγίου, ένιωθα μια γλυκιά δύναμη να έρχεται και να φεύγει και άλλες φορές ένιωθα να μου λέει μέσα μου «Με ζήτησες και ήλθα».
Είπα στον άνδρα μου τι είχε γίνει και ότι «δεν ξέρω γιατί κλαίω». Μου είπε «καλά κάνεις να προσεύχεσαι, ο Θεός είναι».
Ένα πρωί ένιωσα έντονη την δύναμη να με αγγίζει, τότε γονάτισα και άνοιξα την καρδιά μου στο Θεό και του είπα «Θεέ μου Σε πιστεύω Εσύ είσαι, θέλω να Σε ακολουθήσω αλλά δεν μπορώ, πιστεύω Σε εσένα, πιστεύω ότι έστειλες το Χριστό για εμάς, πιστεύω στο Ευαγγέλιο ότι είναι ο Λόγος Σου αλλά δεν έχω δύναμη να Σε ακολουθήσω. Αν Εσύ βλέπεις ότι εγώ μπορώ να σωθώ και δεν θα πάω στην κόλαση, βοήθησέ με, δώσε μου δύναμη να Σε ακολουθήσω γιατί μόνη μου δεν μπορώ να κάνω ό,τι λέει ο Λόγος Σου».
Σε λίγες μέρες πήγα στην εκκλησία της Αθήνας, αμέσως ένοιωσα μεγάλη χαρά και ειρήνη. Πηγαίναμε και με τον άνδρα μου τακτικά. Αναγεννήθηκα και άρχισα να κλαίω για τον χαμένο καιρό μακριά από τον Χριστό.
Η διαφορά της αλλαγής ήταν μεγάλη και καθώς προσευχόμασταν στο σπίτι μας με αδέλφια ζητούσα το πνεύμα το Άγιο με μεγάλη επιθυμία. Κάποια μέρα, μόνη το πρωί στο σπίτι, ένιωσα δύναμη και πήγα να προσευχηθώ. Ζήταγα το Πνεύμα το Άγιο και έλεγα «Χριστέ μου χωρίς το Πνεύμα Σου το Άγιο δεν μπορώ να ζήσω, συγχώρεσε με, πλύνε με με το Αίμα Σου που έχυσες στο Σταυρό του Γολγοθά και βάπτισέ με όπως βάπτισες τους αποστόλους. Θέλω και εγώ να νιώσω δύναμη και να δω τις φλόγες της Πεντηκοστής». Ένιωθα ότι ο Χριστός είναι δίπλα μου και με ακούει. Το πίστευα μέσα στην καρδιά μου καθώς ενωνόμουν με τον θεό, καθώς ένιωθα να φεύγουν οι αμαρτίες μου ένιωθα μέσα μου να καθαρίζω από την παλιά μου ζωή. Γινόταν μια πάλη μέσα μου και λέω «Χριστέ μου δώσε μου το Πνεύμα Σου το Άγιο, κάνε με μια νέα Χαρούλα. Θέλω να Σε ακολουθήσω σε όλη μου τη ζωή».
Τότε ένιωσα δύναμη και ήχο και λάμψη δυνατή να γεμίζει όλο το δωμάτιο, ένα απαλό άγγιγμα στο κεφάλι μου και μια γλυκιά παρουσία να με γεμίζει. Μιλούσα γλώσσες που δεν είχα ξανακούσει και έβλεπα την γλυκιά λάμψη. Έλαβα το Πνεύμα το Άγιο όπως το γράφει ο Λόγος Του Θεού. Μετά βαπτίσθηκα στο νερό όπως λέει ο Λόγος του Θεού: «όποιος πιστεύσει και βαπτισθεί θέλει σωθεί».
Ο Χριστός έγινε ο Σωτήρας μου, ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Από τότε δεν νοιώθω μόνη μου ποτέ, είναι πάντα δίπλα μου, με βοηθά και ξέρω ότι με αγαπά με αγάπη αιώνια, ξέρω ότι θα με αξιώσει να βλέπω το πρόσωπό του εις τους αιώνας των αιώνων!